μηδετέρωσε

μηδετέρωσε
μηδετέρωσε (Α)
επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. εκατέρω-σε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηδετέρωσε — to neither side indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”